- φωσφόριον
- φωσφόριονsmall figure ofneut nom/voc/acc sgφωσφορέωbearimperf ind act 3rd pl (doric)φωσφορέωbearimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωσφόριον — τὸ, Α [φωσφόρος] 1. παράσταση, μικρού μεγέθους, τής φωσφόρου θεάς ως έμβλημα σφραγιδοφόρου δαχτυλιδιού 2. ναός αφιερωμένος στην παραπάνω θεά 3. πιθ. είδος πολύτιμου λίθου 4. στον πληθ. τὰ φωσφόρια παράθυρα οικοδομήματος· … Dictionary of Greek
φωσφορίου — φωσφόριον small figure of neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)